πλεξιγκλάς

πλεξιγκλάς
Εμπορική ονομασία του προϊόντος πολυμερισμού του μεθυλακρυλικού μεθυλενίου (μεθυλικός εστέρας του β-μεθυλακρυλικού οξέος). Οι πρώτες ύλες για την παραγωγή του π. είναι η ακετόνη και το κυανυδρικό οξύ, που αντιδρούν μεταξύ τους και παράγουν την ακετονκυανυδρΐνη· με διαδοχικές αντιδράσεις παράγεται το μεθυλακρυλικό οξύ, που, με μεθυλική αλκοόλη, δίνει τον αντίστοιχο εστέρα: CH3 | CH2 = C | COOCH 2 Το μονομερές αυτό υγρό στη θερμοκρασία του περιβάλλοντος πολυμερίζεται και σχηματίζει επιμήκεις γραμμικές αλύσους, το πλεξιγκλάς. Το τελευταίο αυτό, στερεό στη θερμοκρασία του περιβάλλοντος, πλαστικοποιείται σε 80-120°C και μετατρέπεται με πίεση σε φύλλα ή πλάκες πολύ διαφανείς. Το π., γνωστό και ως οργανικό γυαλί, αντικαθιστά σε πολλές εφαρμογές το συνηθισμένο γυαλί, από το οποίο έχει μεγαλύτερη διαφάνεια και μικρότερο ειδικό βάρος. Επιπλέον, το π. δεν προσβάλλεται από το φθορικό οξύ, αντέχει πολύ καλά στην κρούση και, όταν σπάει, δεν δημιουργεί αιχμηρά θραύσματα. Ένα μειονέκτημα που περιορίζει την εφαρμογή του είναι η περιορισμένη αντοχή του στη χάραξη. Το π. χρησιμοποιείται πολύ στην αεροναυπηγική και αυτοκινητική βιομηχανία, στην κατασκευή καλυμμάτων ρολογιών, στην οπτική και στη χημική βιομηχανία ως προστατευτικό ασφαλείας της στάθμης των οξέων κλπ. Τεμάχια π. συγκολλώνται «εν θερμώ» με τη χρήση διάλυσης οξέος μεθυλακρυλικού οξέος.
* * *
το, Ν
τεχνολ. εμπορική ονομασία τού μεθακρυλικού πολυμεθυλίου το οποίο είναι συνθετική οργανική ένωση μεγάλου μοριακού βάρους, παραγόμενη με πολυμερισμό τού μεθυλικού εστέρα τού μεθακρυλικού οξέος, έχει εξαιρετική αντοχή στις μεταβολές τού καιρού και στις κρούσεις και χρησιμοποιείται ευρύτατα για την κατασκευή τής καλύπτρας τού πιλότου των αεροπλάνων, παραθύρων αεροσκαφών, παρμπρίζ σκαφών κ.α. εφαρμογές. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plexiglas].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Τσερένκοφ, Πάβελ Αλεξέγεβιτς — Ρώσος φυσικός (; 1904). Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Βορονέζ. Το 1934, μελετώντας, σε συνεργασία με τον Βαβίλοφ, το φως που εκπέμπεται από τα υγρά τα οποία δέχονται τη δράση της ακτινοβολίας, παρατήρησε μια ελαφρά φωτεινότητα… …   Dictionary of Greek

  • πολυμεθακρυλικός — ή, ό, Ν φρ. α) «πολυμεθακρυλικοί εστέρες» χημ. συνοπτική ονομασία μακρομοριακών ενώσεων που παράγονται κατά τον πολυμερισμό τών εστέρων τού μεθακρυλικού οξέος και τών οποίων κυριότερος εκπρόσωπος είναι ο πολυμεθακρυλικός μεθυλεστέρας και τα… …   Dictionary of Greek

  • φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …   Dictionary of Greek

  • ακρυλικά — Συνθετικά πλαστικά και υφάνσιμα που σχηματίζονται από την ακρολεΐνη (βλ. λ.), το ακρυλικό οξύ ή τα παράγωγά τους με πολυμερισμό. Ένα από τα πιο σπουδαία α. υφάνσιμα είναι το ορλόν που σχηματίζεται από τον πολυμερισμό του ακρυλονιτριλίου.… …   Dictionary of Greek

  • ασετιλίνη — Αέριο με χαρακτηριστικά δυσάρεστη οσμή, που παράγεται όταν στο κοινό ανθρακασβέστιο επιδράσει νερό. Η αντίδραση είναιπολύ ζωηρή ακόμα και στη συνηθισμένη θερμοκρασία. Η α. είναι εύφλεκτη και εκρηκτική και δίνει μια φλόγα πλούσια σε καπνό. Παρά τα …   Dictionary of Greek

  • Πάσμορ, Ε Τζ Βίκτορ — (Pasmore, Τσέλσαμ, Σάρεϊ 1908 – ;). Άγγλος ζωγράφος. Αυτοδίδακτος, παρακολούθησε τα νυχτερινά τμήματα στην Κεντρική Σχολή (Central School), όπου δίδασκε ο Χάρτρικ, ο οποίος του δίδαξε την εμπρεσιονιστική και μετεμπρεσιονιστική ζωγραφική. Από το… …   Dictionary of Greek

  • πολυμερή — Προϊόντα που προκύπτουν από την ένωση δύο ή περισσότερων μορίων μονομοριακών ενώσεων. Συνήθως η ένωση δύο, τριών ή τεσσάρων μορίων δηλώνεται, αντίστοιχα, με τους όρους «διμερή», «τριμερή», «τετραμερή» κλπ., ενώ η ονομασία πολυμερή (ακόμα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”